φαρμάκω

φαρμάκω
φάρμακον
drug
neut nom/voc/acc dual
φάρμακον
drug
neut gen sg (doric aeolic)
φάρμακος
poisoner
masc nom/voc/acc dual
φάρμακος
poisoner
masc gen sg (doric aeolic)
φαρμακόω
medicate
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
φαρμακόω
medicate
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακώ — (I) άω, Α [φάρμακον] 1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου 2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή. (II) όω, Α βλ. φαρμακώνω …   Dictionary of Greek

  • φαρμακῷ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres opt act 3rd sg φαρμακός one sacrificed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκῳ — φάρμακον drug neut dat sg φάρμακος poisoner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακῶι — φαρμακῷ , φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres opt act 3rd sg φαρμακῷ , φαρμακός one sacrificed masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμάκωι — φαρμάκῳ , φάρμακον drug neut dat sg φαρμάκῳ , φάρμακος poisoner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακώνω — φαρμακῶ, όω, ΝΑ [φάρμακο(ν] δίνω σε κάποιον φαρμάκι και προκαλώ τον θάνατό του, δηλητηριάζω νεοελλ. 1. ενεργώ ή συντελώ στο να αισθανθεί κάποιος πικρή γεύση («με τον καφέ που μού φτειαξες, μέ φαρμάκωσες») 2. μτφ. επιφέρω σε κάποιον ψυχική πικρία …   Dictionary of Greek

  • былиѥ — БЫЛИ|Ѥ (58), ˫А с. 1.Собир. Дикорастущие растения, травы: Сл҃нцепрѣвратьници. иже гл҃ѥма˫а сл҃нцепрѣвратьна˫а были˫а. въсходъмь сл҃нцьныимь съобращающеѥсѩ. гл҃юще силоу нѣкоую б҃жствьноую имѣти... и ˫ако того ради чисти ˫а хотѩщемъ (τὰς...… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δηκτικός — ή, ό (AM δηκτικός, ή, όν) [δήκτης] 1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης 2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”